"Τώρα η πληγή ήταν ακάλυπτη, χωρίς τσιρότα και γάζες, επειδή ετοιμάζανε να τον πλύνουνε. Αν δεν ήτανε μέσα οι δύο νοσοκόμες , σίγουρα, δεν θα ’χα κάτσει τόσο ήσυχα. Μπορεί να ‘γραφα το όνομά μου στην μασχάλη του…. Ή βάζοντας ένα γάντι, να προσπαθούσα να γλιστρήσω το δαχτυλίδι μου με τη φεγγαρόπετρα μέσα, κάτω στον φάρυγγά του – να πάρει κάτι δικό μου μαζί του στο τάφο – όπως εγώ κουβαλάω τόσα δικά του – πάνω κάτω στις σκάλες – άλλοτε με κακία άλλοτε με τρυφερότητα….
Μπορεί και να ξεκούμπωνα το παντελόνι της πυτζάμας του για να ρίξω μια γρήγορη ματιά στα γεννητικά του όργανα – να δω αν ήταν πολύ χνουδωτά- αν και με την ηλικία μπορεί να ήταν λίγο μαδημένος. … Μπορεί πάλι να ξάπλωνα πλάι του με κλειστά τα μάτια – και να φανταζόμουνα πως είμαι κι εγώ πεθαμένη… Ή θα του άνοιγα τα μάτια και θα έσκυβα από πάνω κι έτσι, όταν του τα ξανάκλεινα, θα ‘μουνα η Τελευταία Εικόνα που θα ‘χε δει. Αλλιώς μπορεί να μην έκανα τίποτα απ’ όλα αυτά αλλά να κοίταζα έξω από το παράθυρο – το πάρκο και το περίπτερο – με την ζέστη του ήλιου στο πρόσωπο μου , μέσα από το τζάμι."
Της Μαρίας Μήτσορα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου